Γεωπολιτική Στρατηγική, Εξωτερική Πολιτική
Συμπεράσματα – Σκέψεις
Παρακολουθούμε με αυξημένη ανησυχία τις εξελίξεις στην περιοχή των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου.
Κυρίως όμως παρακολουθούμε την εξέλιξη του σχεδίου των ΗΠΑ, που φαίνεται να αλλάζει δομικά τον τρόπο των συμμαχιών τους. Κυρίαρχο στοιχείο της αλλαγής αυτής αποτελεί η μετεξέλιξη των συμμαχιών τους από στρατιωτικές σε απολύτως οικονομικές (έμμεσα ή άμεσα). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποχώριση (απαγκίστρωση) στρατευμάτων που διάφορα μέρη του πλανήτη, όπου δηλαδή έχει ήδη εγκαθιδρυθεί πολιτική, οικονομική και κοινωνική αποδοχή τους. Ταυτόχρονα εμφανίζεται δυϊσμός εξουσίας, (άλλα λέει ο Λευκός Οίκος και άλλα οι πάγιοι μηχανισμοί). Ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε εκ νέου αλλαγή, από την πολιτική που θα ασκηθεί από την διοίκηση J. Biden, αν και τα σχέδια των ΗΠΑ, δεδομένου ότι είναι μακροπρόθεσμα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για κρίσιμες μεταστροφές.
Δεύτερο σημείο αλλαγής αποτελεί η διαφορετική αντιμετώπιση περιφερειακών δυνάμεων όπως οι Σαουδική Αραβία, Η.Α.Ε. Τουρκία, Πακιστάν, Αίγυπτος, Κολομβία, Βραζιλία κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις αφήνονται ελεγχόμενες εστίες διενέξεων να τις επιλύσουν οι τοπικές δυνάμεις. Αυτό εμπλέκει τις καταστάσεις, διότι πολλές χώρες εκτιμούν ότι εφόσον οι ΗΠΑ αποχωρούν, μπορούν να καλύψουν το κενό (Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Βραζιλία), αφού οι επίδοξοι κυβερνήτες ζητούν συνεχώς περισσότερα.
Η λανθασμένη πολιτική των ΗΠΑ, έφερε αλλαγή στο status της Συρίας με χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες. Κυρίως όμως έδωσε χώρο στην χώρα με το ασθενέστερο πολιτικό και οικονομικό status (Τουρκία) να θεωρεί ότι μπορεί να κυριαρχήσει και στρατιωτικά.
Επόμενο πεδίο της Τουρκίας θα είναι οποιαδήποτε χώρα που αναζητά «απεγνωσμένα» συμμάχους. Εκτιμούμε ότι η συγκεκριμένη χώρα αποτελεί όχι μόνο αναθεωρητική δύναμη (όπως χαλαρά αναφέρουν και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες), αλλά χώρα που υιοθετεί εξτρεμιστικές λογικές, αναβιώνει αντιδημοκρατικές και επικίνδυνες λογικές διαχείρισης κοινωνικών αντιδράσεων, τρομοκρατεί ευθέως τους γείτονές της (Ελλάδα, Κουρδιστάν, Συρία, Αρμενία, ΙΡΑΚ) και το κυριότερο η πολιτική της -ουσιαστικά- ενδυναμώνει την δράση τρομοκρατικών και εξτρεμιστικών οργανώσεων.
Κύριο σημείο της ανάλυσής μας είναι η διαπίστωση ότι η πολιτική της Τουρκίας, που εκφράζεται με νέο-οθωμανική αυτοκρατορική λογική από τον πρόεδρό της, ουσιαστικά πηγάζει από τα τεράστια συμφέροντα της οικονομικής ελίτ που τον οδηγεί και τον χρηματοδοτεί. Η φαινομενικά «μεγάλη αλλαγή» της Τουρκικής οικονομίας αποδεικνύεται -εκ των πραγμάτων- ότι είναι ένα ακόμη αποτυχημένο τέχνασμα του τούρκου προέδρου.
Σε αυτή την περίοδο έντασης, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, οφείλει να συσπειρώσει την κοινωνία και τις πολιτικές δυνάμεις.
Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη στρουθοκαμηλίζει ότι δεν συμβαίνει κάτι ανησυχητικό και προσπαθεί να πείσει ότι όλα είναι υπό έλεγχο και ότι έχει σχέδιο. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πείσει ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη και οι συνεργασίες της περιορισμένες. Γεγονός που υποδηλώνει είτε λανθασμένη εκτίμηση, είτε υποκρυπτόμενη πολιτική.
Απόδειξη η αποτυχημένη συνάντηση με τον κ. Trump, τα παρακάλια για την αυτονόητη (υπό κανονικές συνθήκες) συμμετοχή της Ελλάδας στην πολυεθνική συνδιάσκεψη για την ειρήνη με χώρα που η ίδια συνορεύει (Λιβύη), οι χαλαρές διατυπώσεις για μέτρα κατά της Τουρκίας από την Ε.Ε., οι σχεδόν αναγκαστικές και με κόστος συμφωνίες ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, έχουν ξεγυμνώσει τα επιχειρήματα περί πολυδιάστατης και ενεργής εξωτερικής πολιτικής, τόσο της παρούσας κυβέρνησης όσο και της προηγούμενης.
Στην περίοδο αυτή επιβάλλεται να αξιολογήσουμε την συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ, δεδομένης της εκτίμησής μας ότι ουσιαστικά έχουν εκλείψει (από καιρού) οι λόγοι της αρχικής εισόδου (που και για αυτούς είχαμε/έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις). Το ΝΑΤΟ αποτελεί βαρίδι στο διπλωματικό πεδίο και ανασταλτικό παράγοντα της ανεξαρτησίας της χώρας, δεδομένου ότι έχει εξελιχθεί σε εργαλείο επιβολής οικονομικών και διπλωματικών πολιτικών, των ισχυρότερων κρατών (Γερμανία, ΗΠΑ).
Η πανθομολογούμενη απομόνωση της χώρας, οφείλεται στην επί σειρά ετών:
Από το 1995 έως σήμερα, η χώρα έχει de facto απωλέσει την δυνατότητα υπεράσπισης της Εθνικής κυριαρχίας, πολλώ δε μάλλον την Εθνική κυριαρχία αυτή καθ’ αυτήν.
Η συνεχιζόμενη αποδοχή της υποτέλειας και η ασύδοτη ενδοτικότητα, προς ΗΠΑ και Γερμανία (για διαφορετικούς λόγους με εκάστη) έχει και ένα όριο.
Η απεξάρτηση (όχι αποχώρηση) από το στρεβλής και ανισομερούς λογικής «Δυτικό δόγμα» επιβάλλεται να είναι ταχεία.
Κατανοούμε πλήρως την πολυπλοκότητα των θεμάτων και παραμένουμε προσηλωμένοι στην ειρηνική διευθέτηση όλων των θεμάτων.
Προτείνουμε
Η Ελλάδα οφείλει να ασκεί ενεργό και πολυδιάστατη, δηλαδή πολυεπίπεδη Εξωτερική Πολιτική.
Το σύνολο της διπλωματίας της χώρας απαιτείται να εμπλακεί ουσιαστικά και βάσει σχεδίου να δημιουργεί υποδομές αποδοχής των εθνικών μας γραμμών.
Οφείλει να διερευνήσει και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα με χώρες και εκτός Ε.Ε. (πχ Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, Αίγυπτος, Μεγάλη Βρετανία) αλλά και με χώρες που μας προτείνουν στρατηγικής συνεργασίας βάθους όπως το Ισραήλ.
Η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη δυνατότητα να ασκήσει πολιτικές ισχύος (Στρατιωτικής, Οικονομικής ή Τεχνολογικής), έχει όμως Ιστορική, Πολιτισμική, Γεωγραφική και Εμπορική ισχύ.
Τονίζουμε την σημασία της επιβεβλημένης Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, ως καθοριστικού παράγοντα Εξωτερικής Πολιτικής, που θα επιτρέψει την ανάπτυξη Οικονομικών και Τεχνολογικών πολιτικών ισχύος (που τώρα δεν έχουμε δυνατότητα).
Η πολιτική της ήταν/είναι αποτέλεσμα μιας διαρκώς αναζητούμενης πολιτικής Ειρήνης στην περιοχή, γεγονός που την καθιστά σταθεροποιητικό παράγοντα μεν, αφού έτσι αποκτά συμμάχους που τα συμφέροντά τους καλύπτονται από τέτοιες πολιτικές, αλλά δημιουργεί και αδιέξοδα.
Είναι ουτοπικό να εκτιμούμε ότι η Εθνική Κυριαρχία, αποκτάται μέσω της ισχύος (παρά το γεγονός ότι συντηρητικοί κύκλοι, κατά καιρούς, προσπάθησαν να το εμφυσήσουν στους πολίτες).
Η αντίληψη περί «Διεθνούς Δικαιοσύνης» είναι εκτός πραγματικότητας στο παγκόσμιο πολιτικό/διπλωματικό σύστημα και δεν αποτελεί ρεαλιστική βάση που να μπορεί να στηριχθεί μία μακροπρόθεσμη και πολυδιάστατη γεωστρατηγική πολιτική. Το Διεθνές Δίκαιο οφείλουμε να το χρησιμοποιούμε και ως εργαλείο διπλωματίας και όχι ως αμυντικό μηχανισμό που υποτίθεται ότι θα λύσει αυτόματα, όλα τα προβλήματα.
Αντίστοιχα η χώρα δεν μπορεί να βασίζεται στην «αμυντική πολιτική» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποδεικνύεται ελλειμματική απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις και εξαιρετικά αδύναμη στις δράσεις της.
Αναζητείται η Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική με την Πολιτική Ασφάλειας.
Δεδομένης της μη ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής Αμυντικής Πολιτικής, η χρησιμοποίηση διπλωματικών και πολιτικών δράσεων ως εργαλεία Εξωτερικής πολιτικής, είναι σχεδόν αδύνατη.
Επιπροσθέτως η αναγκαστική ταύτιση/συμμετοχή στις ενεργειών της ΕΕ, απέναντι σε τρίτα κράτη δημιουργεί, έμμεσα και άμεσα σημαντικά προβλήματα.
Από την αναγκαστική επιβολή και υιοθέτηση των πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων προς τρίτους (πχ Ρωσία) προέκυψαν σημαντικές οικονομικές ζημιές για την χώρα, που ουδόλως αντισταθμίστηκαν με αντίστοιχα οφέλη.
Τέλος, εκτιμούμε ότι η Εθνική κυριαρχία των κρατών μελών, θα πρέπει να αποτελεί κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου η μείωση εδαφών της (Κύπρος, Ελλάδα, Ιρλανδία κλπ) ή και υπο-ένταξη μελών (Αρμενία), θα είναι μείωση της κυριαρχίας όλων των κρατών μελών, με αποτέλεσμα την επιβολή άμεσων κυρώσεων προς την εμπλεκόμενη χώρα.
Η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των κρατών, η επίδραση των οικονομικών-πολιτικών-εμπορικών παραγόντων και η εμφάνιση ακραίων αντι-δημοκρατικών πολιτικών και πρακτικών, δημιουργούν συνθήκες ενός συνεχούς επαναπροσδιορισμού της διεθνούς θέσης της χώρας.
Η νέα Διεθνής κατάσταση, κινείται αντι-διαμετρικά από τις αξίες της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, προβάλλοντας ως Εθνικό συμφέρον, μόνο την δημοσιονομική προσαρμογή και απορρίπτοντας διά της ισχύος, όλους τους ισχυρισμούς και τις προσπάθειες των πολιτών για περισσότερη Δημοκρατία και Ελευθερία.
Η Πράσινη Αριστερά πρέπει να έχει ως μοναδικό προσανατολισμό, στις προτάσεις και θέσεις της, την ενδυνάμωση της Δημοκρατίας υποστηρίζοντας την δημιουργία περισσότερων και πιο άμεσων, με τους πολίτες, Δημοκρατικών θεσμών.
Οι προσανατολισμοί της Ελλάδας, πρέπει να αλλάξουν άμεσα.
Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις από την επίδραση των προβλημάτων σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια (Αλβανία, Κόσσοβο, Τουρκία, Βόρεια Μακεδονία), η Μέση Ανατολή (Συρία, ΙΡΑΚ, Κουρδιστάν, Παλαιστίνη), την παρα-Μεσογειακή περιοχή (Αίγυπτος, Λιβύη), και ανατολικότερα στην Ασία (Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές/Πακιστάν) και τον Καύκασο (σχέσεις Ρωσίας με Ουκρανία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία), είναι τεράστιες.
Ζητήματα που θα μπορούσαν να επιλύσουν πολλά οικονομικά προβλήματα της χώρας όπως η οριοθέτηση ΑΟΖ, η μείωση εξοπλισμών, η μείωση του αριθμού εισερχόμενων προσφύγων και μεταναστών, ή (η μη) μεταφορά αγωγών αερίου ή πετρελαίου, η αποφυγή διεθνούς διακίνησης ναρκωτικών κλπ, φαίνεται να αναμένουν λύσεις από τον Διεθνή παράγοντα, που προφανώς θα προσπαθήσει να υλοποιήσει πρώτα τα δικά του συμφέροντα.
Η Ελλάδα δείχνει πιστή σε ένα δόγμα που υλοποιείται μέσω παθητικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ υιοθετείται στην βάση της επιχειρηματολογίας για Ειρηνική στάση (μονοσήμαντα).
Συνεπώς δεν έχει δυνατότητα να αναβαθμίσει την θέση της στην Διεθνή Πολιτική σκηνή, αλλά μόνο να συμμαχεί με τις δυνάμεις που εκτιμά ότι θα κρατήσουν θετική στάση όταν τους ζητηθεί.
Αυτή είναι μία αδιέξοδη πολιτική και οδηγεί την χώρα στην χαμηλή κατηγορία σπουδαιότητας (με τις επιπτώσεις που συνεπάγεται αυτό για το μέλλον της).
Οι ουμανιστικού τύπου παρεμβάσεις και πολιτικές, μπορούν να αποτελέσουν πεδίο διπλωματικής δράσης και μάλιστα κρίνουμε ότι πρέπει να δημιουργήσουμε συνθήκες για παραγωγή νέων αντίστοιχων πολιτικών.
Στην βάση αυτή απαιτείται να ενεργοποιηθεί, το καθ’ ύπνωση, διπλωματικό προσωπικό της χώρας και να δημιουργήσει σχέδια δράσης που θα αποκαθιστούν τον ειλικρινή διάλογο και την ενεργό υποστήριξή μας στην επίλυση προβλημάτων.
Η αποκατάσταση (επανεκκίνηση) των σχέσεών μας με τον Αραβικό κόσμο, η δημιουργία πλέγματος δράσεων με τις Αφρικανικές χώρες (μηδενική δράση έως τώρα) και επιμέρους σχέδια μεθοδικής δράσης με χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Νοτίου Αμερικής, αποτελούν στόχους ενός του 10ετούς πλάνου.
Ειδικότερα προς τον Αραβικό κόσμο, έχει δημιουργηθεί σημαντικό πεδίο εναρμόνισης στην βάση της υποστήριξης δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους με ταυτόχρονη υιοθέτησή του από το Ισραήλ, με το οποίο αποκαθίστανται οι σχέσεις πολλών αραβικών κρατών.
Η αποδυνάμωση και εν τέλει πολιτική υποβάθμιση, στο εσωτερικό της Ε.Ε. έχει ήδη επιτευχθεί, αφού η χώρα μας δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο, ούτε τον διεκδικεί, τουναντίον αποδέχεται (με επιφωνήματα βεβαίως) την Γερμανική δράση για θέματα που μας αφορούν.
Έχουμε αναλύσει από πολύ νωρίς αυτή την κατάσταση.
Δεν θεωρούμε ότι είναι αμιγώς οικονομική, αλλά κυρίως και βαθύτατα πολιτική.
Δεν είναι τυχαία η σταδιακή απενεργοποίηση της Αμυντικής Βιομηχανίας της χώρας, που έρχεται να δικαιολογηθεί από το δόγμα των αέναων εξοπλισμών και των «κύκλων της μίζας», αλλά κυρίως από την ουσιαστική αποδυνάμωση για μία αυτόνομη/ανεξάρτητη πολιτική ισχύος.
Εκτιμούμε ότι αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα και να κινηθούμε στην βάση κατ’ αρχήν συμπαραγωγών και στην συνέχεια αυτόνομων παραγωγών εξοπλισμού.
Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας συμμετέχει σε πολύ μεγάλο αριθμό Διακρατικών Οργανώσεων, η επιρροή της είναι εξαιρετικά χαμηλή. Απαιτείται αναβάθμιση του ρόλου των εκπροσώπων μας και δημιουργία υψηλών στόχων, όπως η συμμετοχή στα Συμβούλια αντί συμμετοχής στα Συνέδρια (πχ IMO).
Παρά τους κατ’ εξακολούθηση λανθασμένους χειρισμούς πολλών κυβερνήσεων, η χώρα παραμένει να έχει σημαντικές δυνατότητες ανάκαμψης.
Προ-απαιτούμενα για την ισχυροποίηση της χώρας, που θα την απαλλάξει από άλλα προβλήματα στο μέλλον είναι:
Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ από την πρώτη στιγμή της κρίσης με την Τουρκία, επεσήμανε τον κίνδυνο της εφαρμοζόμενης από την κυβέρνηση πολιτικής, καταγγέλλοντας την μυστική διπλωματία την οποία υιοθέτησε, της οποίας τα αρνητικά αποτελέσματα βιώνουμε σήμερα.
Για σημαντικά ζητήματα αναζητούνται στρατηγικές κατευθύνσεις και νέες πρακτικές προσέγγισής τους.
Αιγαίο – Νοτιο-Ανατολική Μεσόγειος
Η θέσπιση Ελληνικής ΑΟΖ έχει μεγάλη σημασία και για το σύνολο της Ε.Ε. αλλά και την Τουρκία. Η παθητική στάση δεν προσφέρει δυνατότητες κινήσεων και καταργεί στην πράξη και επί της ουσίας το γεωστρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας.
Η επιθετική στρατηγική θέσπισης ΑΟΖ, μπορεί να φέρνει συγκρούσεις (συνηθέστερα πολιτικές) αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα το πλαίσιο συμφωνιών, αφού όσοι έχουν αντιρρήσεις αναγκάζονται εκ των συνθηκών να ενεργήσουν και άρα να επιδιώξουν συμφωνία. Στην περίπτωση της αδράνειας παρέχουμε πλεονέκτημα στους επίδοξους αναθεωρητές και δυνατότητες κινήσεων από το ελεύθερο και αρρύθμιστο πλαίσιο ΑΟΖ.
Ταυτόχρονα ξεπερνάει το -έως σήμερα άλυτο- ζήτημα των 12 ναυτικών μιλίων και τοποθετεί τα σύνορα της χώρας σε μεγαλύτερο βάθος και άρα της δίδει πλεονέκτημα δράσης και εδραίωσης της θέσης στον Διεθνή χώρο.
Σύμμαχος σε αυτή την προσέγγιση είναι το γεγονός ότι τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, μπορούν να είναι και όρια της ΑΟΖ, βάση των χαρτών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αναγνωρίζουν -σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας- δικαίωμα ΑΟΖ σε όλα τα ελληνικά νησιά.
Η αναγνώριση χώρου ΑΟΖ του Καστελόριζου, θα διαμορφώσει εντελώς διαφορετικά δεδομένα στην περιοχή.
Το ζήτημα του Αιγαίου, μπορεί να «ξεπεραστεί» από την οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ, που θα συμπεριλαμβάνει το Καστελόριζο και την Γαύδο.
Ταυτόχρονα επιβάλλεται η ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να χαρακτηριστεί το Αιγαίο, ως θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας.
Προτείνουμε:
Κύπρος
Η διαφοροποίηση της στάσης της Τουρκίας που έχει ως στόχο την δημιουργία 2 κρατών, αποτελεί την κορωνίδα της υποχώρησης στο διπλωματικό πεδίο. Οι πρακτικές «κατευνασμού» προς την Τουρκική πλευρά, καλό είναι να συνυπάρχουν με πολυ-επίπεδες ενέργειες αποτροπής.
Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα των κοινοτήτων, είναι η μοναδική λύση.
Ταυτόχρονα η υπεράσπιση της απειλούμενη Εθνικής κυριαρχίας της Κύπρου, πρέπει να απαντηθεί με Συμφωνίες Εμπορίου και ταυτόχρονα εμπορικό αποκλεισμό του τουρκοκυπριακού τομέα, συμφωνία γραμμής ΑΟΖ, δράσεις κατά κρατών που έχουν ήδη κρυφές εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με την διοίκηση των κατεχόμενων εδαφών, Ενιαία Στρατιωτική αντιμετώπιση.
Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης
Οι πληθυσμοί στην Ελλάδα προστατεύονται από την Συνθήκη της Λωζάνης.
Η διχαστική πολιτική που για πολλά χρόνια εφαρμόστηκε από σχεδόν όλες τις Ελληνικές κυβερνήσεις, δεν έλυσε αλλά δημιούργησε περισσότερα προβλήματα.
Η μειονότητα στην Θράκη αποτελείται από Τουρκόφωνους πληθυσμούς, Πομάκους και Ρομά. (Η Συνθήκη της Λωζάνης κάνει λόγο για μουσουλμανικές μειονότητες -χρησιμοποιώντας πληθυντικό- που σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί ομοιογενούς ομάδας, αλλά περί μειονοτήτων που έχουν κοινό μόνο τη θρησκεία, δεν έχουν δηλαδή εθνικά η πολιτιστικά συγγενή στοιχεία).
Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ενιαία εθνολογικά ομάδα.
Είναι τουλάχιστον παρωχημένη η αντίληψη ότι η θρησκευτική ομάδα ταυτίζεται με εθνική/εθνολογική ομάδα (αποτελεί προσέγγιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…).
Στην βάση της προσέγγισης αυτής θα πρέπει να εφαρμοστούν όλες οι αρχές του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι οι Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικής ή εθνολογικής καταγωγής να είναι ίσοι απέναντι στους νόμους.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική πολιτεία επιβάλλεται να εφαρμόσει ίσες αποστάσεις και να επιβάλλει τους νόμους, προς κάθε πλευρά.
Πρωτίστως απαιτείται να πράξει και η ίδια τις υποχρεώσεις της.
Εκτιμούμε ότι το θέμα της μειονότητας θα είναι το επόμενο πεδίο δράσης της Τουρκίας.
Για να συμβούν τα παραπάνω προτείνουμε:
Η θωράκιση της Θράκης είναι το ανθρώπινο δυναμικό της και η διατήρηση της πολυπολιτισμικότητα της.
Προτείνουμε 6 άξονες πολιτικής:
Κάνε τραπεζική κατάθεση στο λογαριασμό με τα παρακάτω στοιχεία και ολοκληρώστε την δωρεά σας