Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Ελλάδας
Εισαγωγή
Για να μπορέσει μια χώρα να ανταποκριθεί στις ανάγκες των κατοίκων/πολιτών της και να σταθεί σε διεθνές επίπεδο πρέπει πρωταρχικά να έχει ανεπτυγμένους και τους τρεις τομείς της οικονομίας, τον πρωτογενή, το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα. Η ελληνική οικονομία μετά τη μεταπολίτευση, τουλάχιστον, βασίστηκε στην κατανάλωση (τριτογενής τομέας) και όχι στον πρωτογενή τομέα, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο της χώρας να γίνεται όλο και πιο αρνητικό, λόγω των όλο και πιο αυξημένων εισαγωγών πρώτων υλών και προϊόντων – τροφίμων και άλλων – του πρωτογενούς τομέα σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και κυρίως στον αγροτικό και κυρίως στην εισαγωγή ζωοκομικών προϊόντων. Κάποιες χρονιές έφθασε μάλιστα το συνάλλαγμα για την εισαγωγή ζωοκομικών προϊόντων να ξεπεράσει ή να προσεγγίσει το συνάλλαγμα για την εισαγωγή καυσίμων.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας συνδέεται με τον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της. Από την άλλη πλευρά, καθοριστικοί συντελεστές γι’ αυτήν είναι το ανθρώπινο δυναμικό και οι στόχοι που τίθενται.
Στην Ελλάδα ποτέ στα μεταπολεμικά χρόνια – για να μην πάμε πιο πίσω – δεν υπήρξε ένα σχέδιο παραγωγικής συγκρότησης, ώστε με βάση αυτό να σχεδιάζουμε και να προγραμματίζουμε. Η χώρα πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια με βάση το τυχαίο, το οποίο εξυπηρετούσε τους εκλογικούς σχεδιασμούς της εποχής και της συγκυρίας. Το ανθρώπινο δυναμικό παρέμεινε ανοργάνωτο ή στην καλύτερη περίπτωση άναρχα και ευκαιριακά οργανωμένο. Το συνεταιριστικό κίνημα οδηγήθηκε στην απαξίωσή του. Οι οικονομικοί πόροι διατέθηκαν αποσπασματικά και περιστασιακά και κυρίως με επιλογές κέντρων εκτός Ελλάδας. Εντός Ελλάδας το θέμα περιοριζόταν στο πόσα χρήματα θα «έμπαιναν» στη χώρα και όχι στο ποιους κλάδους θα ενισχύαμε και γιατί. Οι παραγωγικοί/πλουτοπαραγωγικοί πόροι και καταστάσεις (γη, νερό, κλίμα) διατέθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν χωρίς όρους βιωσιμότητας, κατασπαταλημένοι.
Αποτέλεσμα ήταν σχεδόν όλα αυτά τα χρόνια να είμαστε – ως χώρα – εξαρτημένοι «ως και την τελευταία καρφίτσα» από χώρες του εξωτερικού με ό, τι αυτό σήμαινε για την παραγωγική μας επάρκεια – διατροφική και βιομηχανική – αλλά και για την ανεξαρτησία μας και εν τέλει για την εθνική μας κυριαρχία. Οι όποιες εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αλλά και αυτό δυστυχώς μέχρι την εποχή των μνημονίων, όπου συντελέστηκε η πλήρης αποδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα και κυρίως η πλήρης σχεδόν αποβιομηχάνιση της χώρας.
Πρέπει να είναι σαφές, ότι μια χώρα χωρίς ανεπτυγμένο πρωτογενή τομέα δεν έχει καμμιά ελπίδα να είναι ποτέ ανεξάρτητη. Η μονομερής «επένδυση» στον τουρισμό έδειξε τα όριά της με αφορμή την COVID-19, πόσο μάλλον, που και εκεί (στον τουρισμό) η «ανάπτυξη» ήταν άναρχη.
Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ παρουσιάζει την πρότασή της για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση της χώρας μας και στους 3 τομείς της οικονομίας.
Η πρότασή μας λαμβάνει υπόψη:
Οι νέες τεχνολογίες και το πώς αυτές θα αξιοποιηθούν και θα χρησιμοποιηθούν, ως εργαλείο για την ανάπτυξη, αποτελεί κύριο θέμα στο σχεδιασμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η έρευνα και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία συμβάλλουν στη δημιουργία και στη διατήρηση του συγκριτικού μας πλεονεκτήματος. Θεωρούμε, ότι είναι απαραίτητο ένα συνολικό σχέδιο που να περιλαμβάνει το τρίπτυχο: έρευνα-καινοτομία-τεχνολογία, το οποίο θα συνδέει τα Πανεπιστήμια, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και το Κράτος και θα απευθύνεται στον τελικό αποδέκτη εφαρμογής της πολιτικής.
Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρεί, ότι με δεδομένη την αυξανόμενη ταχύτητα ψηφιοποίησης των οικονομιών παγκοσμίως, η Ελλάδα θα είναι ο μεγάλος ηττημένος στις μελλοντικές εξελίξεις, αν δεν υιοθετήσει άμεσα το νέο μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Με την πρότασή μας αυτή επιθυμούμε να ξεκινήσει ένας διάλογος πάνω στο κρίσιμο αυτό ζήτημα.
Η πρότασή μας αποτελεί έναν από τους πυλώνες για το συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η πρόταση αυτή αμφισβητεί την τρέχουσα αντίληψη για την ανάπτυξη χωρίς όρια, η πρότασή μας θέτει όρια στην ανάπτυξη που έχει στόχο την οικονομική μεγέθυνση, θέτει ως προϋπόθεση τη συνύπαρξη των ανθρωπογενών συστημάτων με τα οικοσυστήματα, θέτει την αυτάρκεια της χώρας στα σημαντικά αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα (πρωτογενής και δευτερογενής τομέας), ως κεντρικό στόχο μιας πολιτικής που δεν περιορίζεται στις εξαγγελίες, αλλά γίνεται πράξη στην πραγματική οικονομία και έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο μέσα στο περιβάλλον του. Στην ουσία, η πρότασή μας αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας και τις σύγχρονες μεταμφιέσεις του (χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός).
Πρωτογενής Τομέας – Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Ελλάδας στον Αγροδιατροφικό Τομέα
Ο πλανήτης βρίσκεται σε πολλαπλή κρίση: πολιτική, οικονομική, επισιτιστική και περιβαλλοντική με συνεπακόλουθο την αύξηση της πείνας, της φτώχειας, των ανισοτήτων και την απώλεια της βιοποικιλότητας.
Η απώλεια της βιοποικιλότητας θέτει τον πλανήτη και τα αγροδιατροφικά συστήματα σε κίνδυνο.
Ο ρόλος της Γεωργίας και των αγροτών αναδεικνύεται σε καθοριστικό για τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας και τη διατήρηση της συνοχής στην ύπαιθρο. Το συγκριτικό μειονέκτημα της Ελλάδας – ο μικρός κλήρος, οι μικρές οικογενειακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις και η ορεινή και η νησιωτική διαμόρφωση – αναδεικνύεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα για την παραγωγή πολλών, ποιοτικών και διαφοροποιημένων αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, τα οποία – μαζί με την επισιτιστική επάρκεια των κατοίκων της χώρας – αποτελούν την ικανή και αναγκαία συνθήκη για να στηριχτεί η παραγωγική ανασυγκρότηση του αγροδιατροφικού τομέα στην Ελλάδα.
Υφιστάμενη Κατάσταση
Οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής τροφίμων, η ανεξέλεγκτη εντατικοποίηση της φυτικής και της ζωικής παραγωγής, η χρήση φυτοφαρμάκων και ορμονών, η χρήση ζωοτροφών βασισμένων σε ζωικά άλευρα, η ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση των προϊόντων της βιοτεχνολογίας και η απόλυτη κυριαρχία της λογικής του κέρδους δημιουργούν ένα πλήθος διατροφικών κινδύνων απέναντι στους οποίους οι καταναλωτές εμφανίζονται εντελώς ανυπεράσπιστοι. Κρέατα και τρόφιμα διατίθενται στις αγορές χωρίς οι κρατικοί φορείς να μπορούν να κάνουν ολοκληρωμένους, αξιόπιστους και ακριβείς ελέγχους. Μεταλλαγμένα φυτά και ζωικοί οργανισμοί εισάγονται στη διατροφική αλυσίδα και απελευθερώνονται στο περιβάλλον με μια τρομακτική ευκολία, χωρίς κανείς να μπορεί να διαβεβαιώσει για την ασφάλειά τους και χωρίς κανείς να γνωρίζει τις ακριβείς επιπτώσεις τους. Σκοπός της όλης διαδικασίας της εντατικής παραγωγής έγινε η όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάπτυξη, το όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος και έτσι προέκυψαν οι ακρότητες του τύπου παραγωγή κρεαταλεύρων από νεκρά ζώα, ή παραγωγή ζωοτροφών από λύματα και τα διατροφικά σκάνδαλα των προηγούμενων δεκαετιών.
Στις αρχές Απριλίου 2020, με μία κοινή τους παρέμβαση, ο FAO (κλάδος του ΟΗΕ για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για την σταδιακή μεγέθυνση ποσοτικά και εξάπλωση γεωγραφικά, λόγω των εκτάκτων συνθηκών, των προβλημάτων επισιτιστικής επάρκειας των πληθυσμών, με πρώτους αυτούς που ήδη αντιμετωπίζουν χρόνια επισιτιστική ανασφάλεια.
Η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και η απουσία ρύθμισης των αγορών έχουν οδηγήσει τους αγρότες να πωλούν συχνά σε τιμές κάτω του κόστους και τις εκμεταλλεύσεις τους σε μια μη βιώσιμη – οικονομικά – κατάσταση, ενώ οι καταναλωτές αγοράζουν την τροφή τους όλο και ακριβότερα.
Οι επιθέσεις που δέχεται όλο το αγροδιατροφικό σύστημα παγκόσμια ολοένα και αυξάνουν, αλλά το σημαντικότερο είναι, ότι κάθε φορά οι επιθέσεις είναι οξύτερες και με ισχυρότερα «μέσα», ενώ επιβουλεύονται όλο και περισσότερα δικαιώματα των αγροτών και όλων των πολιτών.
Η κατεύθυνση της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) είναι προς μια ανταγωνιστική γεωργία της μεγέθυνσης, που σημαίνει, ότι στόχος δεν είναι η ικανοποίηση του δικαιώματος της επισιτιστικής ασφάλειας (της τροφής δηλαδή), αλλά οι εξαγωγές κι αυτό θεωρούμε ότι είναι λάθος.
Οι Διατλαντικές Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου (TTIP, CETA TiSA και οι διμερείς, στις οποίες μετεξελίχθηκαν) έρχονται να ελέγξουν, όχι μόνο την παραγωγή και την εμπορία των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων, αλλά και τους όρους και τις συνθήκες που αυτά παράγονται και τους όρους διαπραγμάτευσης των δικαιωμάτων των πολιτών και των ίδιων των κρατών να επιλέγουν πώς και τι θα παράγουν, τι θα καταναλώνουν – ουσιαστικά το δικαίωμά μας στην κυριαρχία/επιλογή στης τροφής.
Στις 27 Μαΐου 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε την πρότασή της «Από το αγρόκτημα στο πιάτο – Μια στρατηγική για ένα δίκαιο, υγιές και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα τροφίμων», ενταγμένη στη Νέα Πράσινη Συμφωνία για την Ευρώπη.
Οι μεγάλες αγροτικές ενώσεις στην Ευρώπη την αμφισβητούν και αντιτίθενται σ’ αυτήν την πολιτική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο λόγος είναι προφανής: οι μειωμένες αποδόσεις – άρα και τα κέρδη – λόγω της μειωμένης χρήσης λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, κτηνιατρικών φαρμάκων και της συμμόρφωσης προς την ηθολογία των ζώων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επίσης στις 27 Μαΐου 2020, έδωσε στη δημοσιότητα την πρότασή της για τη Διατήρηση της Βιοποικιλλότητας, η οποία συνδέεται άμεσα με την πρόταση «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» και την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εντάξει στα δικαιώματα του ανθρώπου (Biodiversity as a human right).
Στόχοι της πολιτικής μας
Πρέπει να είναι σαφές, ότι η δυναμική της οποιασδήποτε πρότασης για την αγροτική παραγωγή υπερβαίνει τα ενδιαφέροντα μιας ομάδας πολιτών (των αγροτών). Αφορά σε ολόκληρη την κοινωνία και συνεπώς έχει ή μπορεί να αποκτήσει πολιτική αξία. Σε μια εποχή έλλειψης τροφίμων εξακολουθεί να προβάλλεται το επιχείρημα ότι μόνο η αυξημένη παραγωγή μπορεί να λύσει το πρόβλημα της πείνας, και ότι μόνο οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις μπορούν να παράγουν περισσότερες τροφές για να θρέψουν τον ολοένα αυξανόμενο πληθυσμό της γης. Και το επιχείρημα αυτό συνεχίζει να επαναλαμβάνεται χρόνια μετά την διαπίστωση από τις λεπτομερείς σχετικές έρευνες, ότι το παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας δεν είναι τεχνολογικό, αλλά κοινωνικό και πολιτικό.
Η οποιαδήποτε πρόταση για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση του Αγροτικού Τομέα στηρίζεται σε μια κεντρική ιδέα/στόχο, που καθορίζει την πολιτική μας φυσιογνωμία και επιβεβαιώνει τον τίτλο μας.
Στόχος της πολιτικής μας πρότασης είναι η συγκρότηση του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επάρκεια στα βασικά διατροφικά είδη (επισιτιστική ασφάλεια), την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και τροφίμων με σεβασμό στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Συγκεκριμένα:
Στήριξη του αγροτικού τομέα – ΚΑΠ
Το αγροτικό πρόβλημα – όσο και αν αλλάζει χαρακτήρα κάθε φορά – εξακολουθεί να είναι και σήμερα πρωταρχικό, όπως πάντα. Είναι πρόβλημα καθαρά θεσμικό και δομικό, είναι πρόβλημα κατεύθυνσης και διάρθρωσης της παραγωγής.
Ο τρόπος παραγωγής, δηλαδή η επιλογή μεταξύ των συμβατικών αγροσυστημάτων ή της ολοκληρωμένης διαχείρισης (με ελεγχόμενη χρήση επιβαρυντικών εισροών) ή τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία (με απαγόρευση χρήσης επιβαρυντικών εισροών) αποτελεί ουσιαστικά το πρότυπο ζωής που επιλέγουμε, την ποιότητα της τροφής μας και το περιβάλλον στον πλανήτη που επιλέγουμε να ζούμε και αυτό είναι η ολοκληρωμένη διαχείριση και η βιολογική γεωργία.
Είναι σαφές ότι η πρότασή μας βασίζεται σε μια παραγωγή χωρίς επιβαρυντικές για την υγεία μας και το εν γένει περιβάλλον εισροές.
Σχετικά με την ενίσχυση και τη στήριξη του αγροτικού τομέα και των προϊόντων του, προτείνουμε ένα νέο μοντέλο γεωργικών ενισχύσεων το οποίο θα καθορίζεται με βάση τα αγρο-οικολογικά πρότυπα, κι αυτό σημαίνει όχι στη μεγέθυνση, όχι στην εντατικοποίηση, ναι στην ποιοτική Γεωργία, ναι στην προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος.
Η πρότασή μας αναφέρεται σε μια ΚΑΠ που θα συμβάλλει στην επισιτιστική ασφάλεια των πολιτών της ΕΕ (αλλά και όλων των κατοίκων του πλανήτη στο μέτρο που της αναλογεί), στην προστασία της δημόσια υγείας και του περιβάλλοντος.
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) – Δομή, λειτουργία
Είναι το υπουργείο που θα έπρεπε επιτελικά να χαράσσει την αγροδιατροφική πολιτική της χώρας, να έχει συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό με προτεραιότητες και χρονοδιάγραμμα. Αντί γι’ αυτό έχει απαρχαιωμένο διοικητικό μηχανισμό, δεν έχει πολιτική στόχευση, ενώ κινείται διαχειριστικά, ως το μακρύ χέρι της κυβερνητικής πολιτικής υλοποιώντας τις αποφάσεις της ΕΕ και ασκώντας πολιτική πελατειακών σχέσεων. Η διαχείριση των υψηλών επιδοτήσεων που απολαμβάνει η χώρα μας από την ΚΑΠ αποτελεί πεδίο διαφθοράς από την πλευρά της εκάστοτε ηγεσίας του ΥΠΑΑΤ και των εποπτευομένων του οργανισμών.
Η υποβάθμισή του αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι όλες οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά, τοποθετούν ως Υπουργό όποιον «περισσεύει», ενώ κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στα πρώτα τη τάξει υπουργεία.
Η πρότασή μας περιλαμβάνει τη διοικητική αναδιοργάνωση του ΥΠΑΑΤ, έτσι ώστε να επιτελείται ο ρόλος του στην ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας.
Εκπαίδευση των αγροτών
Εκτός από την άμεση νομοθέτηση του αγροτικού επαγγέλματος (η Ελλάδα είναι η μοναδική ίσως χώρα της ΕΕ όπου δεν είναι νομοθετημένο το αγροτικό επάγγελμα), είναι αναγκαία η εξειδικευμένη εκπαίδευση, η κατάρτιση σε συγκεκριμένες αγροτικές εργασίες, π.χ. για τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, για τη μεταποίηση γάλακτος , κρέατος, φυτικών προϊόντων κλπ.
Στα περισσότερα προγράμματα της ΕΕ απαιτείται επάρκεια γνώσεων για το αγροτικό επάγγελμα γενικώς, το οποίο καλύπτεται με την παρακολούθηση σεμιναρίων σχετικών με το αντικείμενο του αγρότη και την κατεύθυνση της αγροτικής του εκμετάλλευσης. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, είναι αναγκαία η εκπαίδευση όλων όσοι πρόκειται να απασχοληθούν στη Γεωργία.
Συλλογικοί φορείς του αγροτικού κόσμου
Οι συλλογικοί φορείς γενικά διακρίνονται σε οικονομικούς και σε συνδικαλιστικούς.
Στον αγροτικό χώρο:
Οικονομικοί φορείς είναι οι Συνεταιρισμοί, οι Ομάδες Παραγωγών, και οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις.
Συνδικαλιστικοί φορείς είναι οι Αγροτικοί Σύλλογοι
Στο παρελθόν – και εν πολλοίς εξακολουθεί και σήμερα – δεν ήταν σαφής και διακριτός ο ρόλος τους.
Οι συνεταιριστικές οργανώσεις χρησιμοποιήθηκαν ως άσκηση πελατειακής πολιτικής και ως συνδικαλιστικά όργανα των αγροτών με ευθύνη των κυβερνήσεων. Έτσι δεν επιτέλεσαν το ρόλο τους ως οικονομικών οργανώσεων των παραγωγών, οι οποίες θα είχαν ενισχυμένη διαπραγματευτική δύναμη έναντι των ιδιωτών εμπόρων.
Οι συνεταιρισμοί αποτελούν την καλύτερη εφαρμογή της αλληλέγγυας κοινωνικής οικονομίας και αποτελούν το καλύτερο πεδίο εφαρμογής καινοτόμων δράσεων, ενώ ασκούν και παιδευτικό έργο για τα μέλη τους και συνολικά για την τοπική κοινωνία.
Στην ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρούμε τους συνεταιρισμούς βασικό πυλώνα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας σε όλους τους τομείς.
Αγροτικά προϊόντα και Τρόφιμα – Μεταποίηση – Γεωργικές βιομηχανίες
Η χώρα μας γενικά υστερεί στη μεταποίηση και στη βιομηχανική παραγωγή και ειδικά στη μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων, δηλαδή στο δευτερογενή τομέα. Η απουσία κεντρικής πολιτικής των κυβερνήσεων για την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα είναι κραυγαλέα.
Ένα υψηλό ποσοστό του συναλλάγματος που δαπανά η χώρα για την εισαγωγή (και από χώρες της ΕΕ και κυρίως από αυτές) αγροδιατροφικών προϊόντων οφείλεται στην απουσία αντίστοιχων γεωργικών βιομηχανιών, που θα μεταποιούσαν τα αγροτικά προϊόντα με θετικά αποτελέσματα και στο εμπορικό ισοζύγιο και στην απασχόληση. Δραματικό παράδειγμα με τραγικές επιπτώσεις αποτελεί η περίπτωση της αδυναμίας ίδρυσης επαρκών μονάδων εμφιάλωσης του ελαιόλαδου και της εξαγωγής χύμα ελαιόλαδου σε μεγάλες ποσότητες τις οποίες τυποποιεί η Ιταλία.
Γι’ αυτό:
Κλάδοι του αγροτικού τομέα
1. Φυτική Παραγωγή
Κατέχει το υψηλότερο ποσοστό (70%) εντός του αγροδιατροφικού τομέα από πλευράς όγκου παραγωγής, αξίας και απασχόλησης. Οι κυριότεροι κλάδοι είναι η ελαιοκαλλιέργεια, η αμπελουργία, η καλλιέργεια εσπεριδοειδών και τα κηπευτικά. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η εγκατάλειψη της σποροπαραγωγής και η καλλιέργεια των φυτών με σπόρους-υβρίδια τα οποία δεν αναπαράγονται, ενώ την πατέντα τους έχουν κατοχυρώσει για την παγκόσμια αγορά πολυεθνικές εταιρείες, που χρησιμοποιούν μεταλλαγμένους σπόρους. Είναι απαραίτητη, επομένως η ανάπτυξη κέντρων σποροπαραγωγής, ενώ είναι αξιέπαινες οι σχετικές πρωτοβουλίες κάποιων συλλογικοτήτων. Απαιτείται μια στρατηγική διαφοροποίησης. Οι αγρότες μας, δηλαδή, πρέπει να επικεντρωθούν στην εφαρμογή ήπιων συστημάτων παραγωγής αγροτικών προϊόντων ποιότητας (που προσιδιάζουν στη βιώσιμη ανάπτυξη) διαφοροποιημένων από τα συμβατικά της εντατικής βιομηχανικής παραγωγής (μονοκαλλιέργεια, εντατική παραγωγή εξαρτημένη από φυτοφάρμακα και λιπάσματα κλπ) και τα οποία προσιδιάζουν περισσότερο στη δομή της γεωργίας μας και των εδαφοκλιματολογικών συνθηκών της χώρας.
2. Ζωική παραγωγή – Κτηνοτροφία
Με δεδομένα:
και με στόχο την παραγωγή ποιοτικών και υγιεινών ζωοκομικών προϊόντων
Οι προτεραιότητες πολιτικής είναι:
Σημείωση: Το κόστος της διατροφής είναι το 60%-70% του συνολικού κόστους του τελικού προϊόντος, γι’ αυτό και οι ζωοτροφές και γενικότερα η διατροφή των ζώων έχει καθοριστική θέση στις προτάσεις μας, ενώ τα περισσότερα διατροφικά σκάνδαλα έχουν σχέση με τις ζωοτροφές και σχετίζονται με την προσπάθεια μείωσης του κόστους τους.
3. Αλιεία
Ο κλάδος της Αλιείας αποτελεί ξεχωριστή ενότητα του πρωτογενούς τομέα, παρότι τα ψάρια είναι ζωικοί οργανισμοί. Σε επίπεδο ΕΕ, υπάρχει ξεχωριστή Κοινή Πολιτική Αλιείας, ενώ υπάρχει και ξεχωριστός Επίτροπος για την Αλιεία.
Στον κλάδο της Αλιείας περιλαμβάνονται: η αλιεία και οι ιχθυοκαλλιέργειες και είναι διαφορετικά τα προβλήματα, άρα και οι προτάσεις, του κάθε υποκλάδου.
Στην αλιεία τα προβλήματα έχουν να κάνουν με την υπεραλίευση και τις μεθόδους αλίευσης.
Η Κοινή Πολιτική Αλιείας, όπως και η ΚΑΠ, είναι σε ανταγωνιστική κατεύθυνση με αποτέλεσμα η οικονομική στήριξη να δίνεται σε αλιευτικές πρακτικές που αποδεκατίζουν τη θαλάσσια ζωή και που επιφέρουν όχι μόνο μείωση των πληθυσμών των ψαριών, αλλά και μείωση του σωματικού μεγέθους των ψαριών. Αυτό, εκτός των άλλων συνιστά και σοβαρό περιβαλλοντικό ζήτημα, μια και συνδέεται με τη βιοποικιλότητα.
Η πρότασή μας περιλαμβάνει την εκπόνηση ενός παραγωγικού μοντέλου βιώσιμης αλιείας με αλλαγή της Κοινής Πολιτικής Αλιείας στην κατεύθυνση της χορήγησης των ενισχύσεων για τη στήριξη ακριβώς της βιώσιμης αλιείας.
Στις Ιχθυοκαλλιέργειες τα προβλήματα αναφέρονται στην κατάχρηση χημικών ουσιών στη διατροφή των ψαριών και στα υλικά κατασκευής και τα χρώματα των διχτυών των κλωβών, καθώς επίσης και στα τοπικά περιβαλλοντικά προβλήματα, που δημιουργούνται από την ίδια την εγκατάσταση της ιχθυοκαλλιέργειας, λόγω υποβάθμισης της περιοχής.
Είναι σαφές ότι αυτό αποκλίνει από την αειφορική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του πλανήτη, συγκεκριμένα των θαλασσών, ποταμών και λιμνών. Στις ιχθυοκαλλιέργειες πρέπει να ισχύουν όλοι οι κανόνες βιώσιμης ανάπτυξης, όπως και στις εντατικές εκτροφές.
Εμπόριο
Η διακίνηση των αγροτικών προϊόντων, δηλαδή η διαδρομή τους από το χωράφι ή το στάβλο, καθώς και των μεταποιημένων τροφίμων από τη μονάδα μεταποίησης μέχρι το πιάτο του καταναλωτή, παίζει καθοριστικό ρόλο για το εισόδημα του παραγωγού (δευτερευόντως και του μεταποιητή) και για την ποιότητα και υγιεινή των τροφίμων.
Η σημασία δηλαδή του πώς εμπορεύονται (διακινούνται και διανέμονται) τα αγροτικά προϊόντα και τα τρόφιμα επηρεάζει, εκτός από την ποιότητα και την υγιεινή τους, το περιβάλλον, τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Το εμπόριο πάντα έπαιζε ένα ρόλο ανάπτυξης των σχέσεων μεταξύ των κοινωνιών και των χωρών, ενώ αποτελεί κινητήριο μοχλό της οικονομίας.
Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι το σημείο να καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ χωρών, ακόμη και να κατευθύνει τον παραγωγικό προσανατολισμό των κρατών, υπάρχει πολλή μεγάλη απόσταση.
Από τις απλές εμπορικές ενώσεις φθάσαμε στις διακρατικές και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) προκειμένου να ρυθμίζεται ο τρόπος που πρέπει να διεξάγεται το διεθνές εμπόριο. Στην εποχή μας, του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, αυτό δεν ήταν αρκετό, αντίθετα θεωρήθηκε έως και εμπόδιο, γιατί τα χρηματοπιστωτικά κεφάλαια θέλουν απόλυτη ασυδοσία για να διακινούνται και να επενδύονται. Έτσι φθάσαμε στις Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου, αρχικά τις Διατλαντικές Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου (TTIP, CETA TiSA) και στη συνέχεια τις διμερείς, στις οποίες μετεξελίχθηκαν.
Οι μικροκαλλιεργητές βρίσκονται συχνά σε αδύναμη διαπραγματευτική θέση έναντι των χονδρεμπόρων και των μεγάλων αλυσίδων λιανικής, γεγονός που οδηγεί σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
Κάποιες προτάσεις, που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε ένα δίκαιο και ασφαλές εμπόριο, είναι:
Κατανάλωση – Προστασία Καταναλωτών
Τα τελευταία χρόνια, λόγω των διατροφικών σκανδάλων, αλλά και της κλιματικής αλλαγής και με τη βοήθεια καταναλωτικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων, οι καταναλωτές έγιναν πιο επιλεκτικοί στην προμήθεια των τροφίμων που πρόκειται να καταναλώσουν.
Η συμπεριφορά του καταναλωτή οφείλεται σε διαφόρους παράγοντες, όπως η παραδοσιακή κουλτούρα που έχει ο καθένας από τον τόπο καταγωγής του, το μορφωτικό του επίπεδο, η κοινωνική του τάξη και διάφοροι κοινωνικοί και ατομικοί παράγοντες, π.χ. η ξεχωριστή προσωπικότητα, το επάγγελμα, ο τόπος κατοικίας κλπ.
Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες – πολλές φορές πολυεθνικές – εταιρείες τροφίμων προωθούν στην αγορά προϊόντα αμφιβόλου σύστασης, ποιότητας και υγιεινής προκαλώντας διαταραχές στον οργανισμό του ανθρώπου, οι οποίες και αν ακόμη δεν καταλήγουν άμεσα σε διαταραχή της υγείας τέτοια που να χρήζει ιατρικής φροντίδας, μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές στη λειτουργία του οργανισμού, που στο μέλλον θα οδηγήσουν σε ασθένειες λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές.
Θεωρούμε, ότι πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η διατροφική ανεξαρτησία, δηλαδή η κυριαρχία της τροφής, δηλαδή η πρόσβαση όλων των ανθρώπων πάνω στη γη σε επαρκή , ποιοτική και υγιεινή τροφή. Αυτό ισχύει για τη χώρα μας, αλλά και για όλον τον κόσμο, με δεδομένα αφενός την ουσιαστική κατάργηση των συνόρων, αφετέρου την αίσθηση οικουμενικότητας που διακρίνει ζητήματα όπως η τροφή.
Ειδικότερα,
Βιομηχανία – Δευτερογενής Τομέας της Οικονομίας
Στα χρόνια της λιτότητας και των μνημονίων πραγματοποιήθηκε μια κλιμακούμενη αποβιομηχάνιση της χώρας. Ολόκληροι κλάδοι, που αποτελούσαν τμήμα της παραγωγικής αλυσίδας της χώρας «έσβησαν». Αυτό είχε πολλαπλά και δυσμενή αποτελέσματα, όπως αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, μειωμένα συναλλαγματικά αποθέματα, μειωμένη ανταγωνιστικότητα, αύξηση των εισαγωγών και απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Οι αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση – πέρα βέβαια από το καθεστώς της περιόδου λιτότητας και πριν από αυτήν – πρέπει να αναζητηθούν στα ενδογενή προβλήματα που έχει από την ίδρυσή του το ελληνικό κράτος και την πεποίθηση κάποιων κύκλων ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει κάτι και υπάρχει ο «ευκολότερος» τρόπος των εισαγωγών.
Η επιλογή να επενδύσουμε στον τουρισμό ως μοναδική «βιομηχανία» ήταν λαθεμένη, πόσο μάλλον που ο τουρισμός δεν αποτελεί κλάδο της βιομηχανίας, αλλά κλάδο του τριτογενούς τομέα, των υπηρεσιών.
Στην ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρούμε, ότι χρειάζεται επαναβιομηχανοποίηση της χώρας. Χρειάζεται στρατηγικός σχεδιασμός με συγκεκριμένο προγραμματισμό και προτεραιότητες, για να ξεπεραστεί η κρίση και παράλληλα για να ανακάμψει η χώρα στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Η κατάσταση στην ΕΕ και στον κόσμο αλλάζει και λόγω της πανδημίας. Η ανάγκη για ψηφιοποίηση και για καινοτομία δημιουργεί την απαίτηση για επανεξέταση των κανόνων ανταγωνισμού και της κατεύθυνσης των ενισχύσεων σε όλους τους τομείς.
Ο καταμερισμός της εργασίας (διεθνής και ευρωπαϊκός) δεν μπορεί να απαγορεύει – με διαφόρους τρόπους, εμφανείς και αφανείς – την ενίσχυση της κάθε χώρας σε βασικές βιομηχανικές υποδομές. Τον επιτελικό αυτό ρόλο πρέπει να τον έχει το κράτος.
Οι πολιτικές που θα επιλεγούν θα πρέπει:
Η δημιουργία ενός υγιούς βιομηχανικού τομέα αποτελεί μια από τις βασικότερες συνιστώσες για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Στη μεταποιητική βιομηχανική παραγωγή είναι πιο εύκολο να εφαρμοστούν τεχνολογικές αλλαγές, ενώ η ίδια αποτελεί βασική πηγή τεχνογνωσίας και καινοτομιών. Παράλληλα, η μεταποιητική βιομηχανία δημιουργεί ζήτηση για πρώτες ύλες, ενδιάμεσα προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται όχι μόνο εντός αλλά και εκτός της μεταποίησης και που αν δεν τα βρει στην εγχώρια αγορά θα τα εισάγει, ενώ δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Σχετικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, το οποίο αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την παραγωγική ανασυγκρότηση και με δεδομένο ότι η επιταχυνόμενη τεχνολογική εξέλιξη, ως απόρροια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οδηγεί μοιραία, στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών της κοινωνίας με όλο και μικρότερο κόστος παραγωγής, τίθεται όλο και πιο επιτακτικά το ερώτημα τι θα παράγεται και για ποιόν.
Η ίδια εξέλιξη της τεχνολογίας ως αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας, οδηγεί στη μετατόπιση από την παραγωγή κλίμακας στην παραγωγή εξειδικευμένης ποιότητας, η οποία αντιστρέφεται την τάση δημιουργίας ολιγοπωλίων (αλλιώς συγκεντροποίηση της παραγωγής) και ενισχύει τη λογική διατήρησης μικρών μονάδων και αυτόνομων παραγωγών.
Θεωρούμε, ότι είναι ώριμες οι συνθήκες για να «σπάσουν» οι ολιγοπωλιακές δομές ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και να αντικατασταθούν από περισσότερους ανεξάρτητους αυτόνομους παραγωγούς.
Τα παραπάνω μπορούν να βρουν εφαρμογή σίγουρα στην πρωτογενή παραγωγή και ειδικότερα στη μεταποίηση αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, αλλά όχι μόνο.
Σε τι συνίσταται η επαναβιομηχανοποίηση της Ελλάδας – Τι προτείνουμε
Σε ποιους κλάδους μπορούμε να επενδύσουμε
Υπηρεσίες – Τριτογενής Τομέας της Οικονομίας
Ο τριτογενής τομέας της οικονομίας δεν αφορά στην παραγωγή υλικών αγαθών, αλλά περιλαμβάνει όλες τις υπηρεσίες που παρέχονται προς τους πολίτες, από τη διοίκηση, έως το εμπόριο και κάθε είδους υπηρεσίες, όπως παροχή νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας, τουρισμού, υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, τραπεζικές και μεταφοράς και γενικότερα παροχή αγαθών, δημοσίων, κοινών και ιδιωτικών.
Ο τριτογενής τομέας είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος στην Ελλάδα. Είναι ενδεικτικό ότι στους κλάδους που τον αποτελούν (εμπόριο, τουρισμός, μεταφορές, υγεία, εκπαίδευση, τραπεζικές υπηρεσίες, επικοινωνίες κτλ.) απασχολούνταν κατά το 2007 το 65% των εργαζομένων, δηλαδή οι δύο στους τρεις εργαζομένους της χώρας. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης του τριτογενούς τομέα στην Ελλάδα είναι και το γεγονός ότι το 1998 το αντίστοιχο ποσοστό εργαζομένων ήταν 58%. Η αύξηση των εργαζομένων στον τριτογενή παραγωγικό τομέα κατά την επταετία 1998-2005 συνοδεύτηκε από αντίστοιχη μείωση των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας.
Αυτό σημαίνει μείωση του όγκου και της αξίας παραγωγής στη χώρα, με αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση της αυτάρκειας της Ελλάδας σε αγροτικά προϊόντα και προϊόντα-πρώτες ύλες για τη βιομηχανία, τα οποία θα έπρεπε να εισαχθούν προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση.
Το εμπόριο είναι ο σημαντικότερος κλάδος του τριτογενούς τομέα στη χώρα μας, ξεπερνώντας ακόμα και τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Σε προηγούμενα κεφάλαια αναφέρθηκαν διάφορα στοιχεία για το εμπόριο, τις Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου και τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Το εμπόριο με τον τρόπο που διεξάγεται σήμερα δεν προασπίζει ούτε τους καταναλωτές και την ασφάλεια των προϊόντων, κυρίως των τροφίμων, ούτε τη βιοποικιλότητα, ούτε το περιβάλλον γενικότερα.
Ο τουρισμός, κυρίως ο μαζικά οργανωμένος, έχει αναπτυχθεί ραγδαία μετά το 1970 στην Ελλάδα, αλλάζοντας την οικονομική φυσιογνωμία πολλών περιοχών της χώρας μας. Με τις επιλογές τους, οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών επένδυσαν υπέρμετρα στον τουρισμό με αποτέλεσμα να αποτελεί σήμερα τον μόνο κλάδο που αναπτύσσεται στη χώρα.
Η ανάπτυξή του, όμως, ήταν άναρχη, συγκυριακή και ακολουθούσε συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να συνδεθεί με τους άλλους τομείς της οικονομίας και να προκαλέσει την ανάπτυξη διαφόρων κλάδων της οικονομίας, που θα απέφερε πολλαπλά οφέλη στην οικονομία, στην κοινωνία και στο περιβάλλον. Από τη μια πλευρά έχουμε κατασκευή μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων/πολιτειών που πολλές φορές καταλαμβάνουν ολόκληρη την ακτή σε μήκος πολλών χιλιομέτρων, πχ βόρειο τμήμα της Κρήτης, στις οποίες οι πελάτες ελάχιστα πράγματα δεν θα βρουν στον ίδιο το χώρο του ξενοδοχείου και από την άλλη δεν υπάρχει καμμιά σύνδεση των ξενοδοχείων με τις επιχειρήσεις του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα της Ελλάδας, πόσο μάλλον της περιοχής, ώστε να ενισχύεται η ελληνική και η τοπική οικονομία, μια και οι ανάγκες τους καλύπτονται μέσω συμβάσεων με μεγάλες πολυεθνικές που διακινούν προϊόντα φθηνά και χαμηλής ποιότητας στη λογική του all inclusive.
Στην ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρούμε, ότι η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα της οικονομίας πρέπει να ενταχθεί σ’ ένα βιώσιμο τρόπο ζωής και παραγωγής. Η παροχή υπηρεσιών πρέπει να συντελεί σε μια αξιοπρεπή ζωή.
Ειδικότερα:
Κάνε τραπεζική κατάθεση στο λογαριασμό με τα παρακάτω στοιχεία και ολοκληρώστε την δωρεά σας